- ορνιά
- η дикая смоква
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ὀρνία — ὀρνίᾱ , ὄρνιος fem nom/voc/acc dual ὀρνίᾱ , ὄρνιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρνίᾳ — ὀρνίᾱͅ , ὄρνιος fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορνιά — η [ορνιός] η άγρια σκυκιά, ο ερινεός … Dictionary of Greek
ὄρνια — ὄρνιος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρνίας — ὀρνίᾱς , ὄρνιος fem acc pl ὀρνίᾱς , ὄρνιος fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρνίαν — ὀρνίᾱν , ὄρνιος fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλύθιαστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει γονιμοποιηθεί με ορνιά 2. που δεν έχει μπολιαστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + *λυθιαστός < λυθιάζω] … Dictionary of Greek
επικαταίρω — ἐπικαταίρω (Α) επιτίθεμαι από ψηλά εναντίον κάποιου, όπως τα σαρκοβόρα όρνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κατ αίρω «εφορμώ»] … Dictionary of Greek
ορνιός — ο 1. αγριοσυκιά, ορνιά 2. αγριόσυκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἐρινεός «αγριοσυκιά» με τροπή τού αρκτικού ε σε ο υπό τη φωνητική επίδραση τού ρ , σίγηση τού ενδοσυμφωνικού ι και συνίζηση τού ε ] … Dictionary of Greek
Αβέρνας, λίμνη — (Lacus Avernus).Λίμνη (0,55 τ. χλμ.) που σχηματίστηκε στον κρατήρα παλιού ηφαιστείου, στην περιοχή των Βαΐων της Καμπανίας, στην Ιταλία, με μέγιστο βάθος 34 μ. Οι αρχαίοι Έλληνες την αποκαλούσαν Άορνο, επειδή οι αναθυμιάσεις θείου της περιοχής… … Dictionary of Greek
Άρπυιες — Μυθολογική ονομασία κακοποιών πλασμάτων που ήταν μισά γυναίκες και μισά αρπακτικά όρνια με νύχια και φτερά (το όνομα προέρχεται από το ρήμα αρπάζω). Σύμφωνα με την κλασική μυθολογία, οι Ά. μετέφεραν τις ψυχές των νεκρών στον Κάτω Κόσμο. Κατά την… … Dictionary of Greek